αλμυρίζω — (Α ἁλμυρίζω Ν και αρμυρίζω) [ἁλμυρός] έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός νεοελλ. Ι ενεργ. 1. γίνομαι αλμυρός 3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά 4. κάνω κάτι αλμυρό 5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό 6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με… … Dictionary of Greek
ἁλμυρίζον — ἁλμυρίζω to be saltish pres part act masc voc sg ἁλμυρίζω to be saltish pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμυρίζοντα — ἁλμυρίζω to be saltish pres part act neut nom/voc/acc pl ἁλμυρίζω to be saltish pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμυρίζουσι — ἁλμυρίζω to be saltish pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁλμυρίζω to be saltish pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμυριζούσης — ἁλμυρίζω to be saltish pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… … Dictionary of Greek
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
εξαλμυρίζω — και ξαρμυρίζω και ξαρμίζω και ξαρμυραίνω [αλμυρίζω] 1. αφαιρώ την άλμη τελείως ή εν μέρει 2. χάνω την αλμυρότητά μου … Dictionary of Greek
υφαλμυρίζω — ὑφαλμυρίζω, ΝΑ, και υφαρμυρίζω Ν (αμτβ.) είμαι κάπως αλμυρός, έχω αλμυρή γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁλμυρίζω] … Dictionary of Greek
ἐφαλμυρίζων — ἐπί ἁλμυρίζω to be saltish pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)